κηλητικός

κηλητικός
κηλ-ητικός, ή, όν,
A charming,

τὸ κ. τῆς ἐπιστήμης Ath.14.633a

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κηλητικός — κηλητικός, ή, όν (Α) [κηλητής] αυτός που θέλγει, που ευφραίνει, θελκτικός («τὸ κηλητικὸν τῆς ἐπιστήμης», Αθήν.) …   Dictionary of Greek

  • κηλητικόν — κηλητικός charming masc acc sg κηλητικός charming neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηλητική — κηλητικός charming fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηλητικήν — κηλητικός charming fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”